Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
Βίος
Οι γονείς της, Φραγκίσκος Μουτζάν και Αγγελική Σιγούρου, προέρχονταν από δύο από τις παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου.
Από μικρή είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μάθηση και τα γράμματα. Η εκπαίδευσή της ήταν περιορισμένη (είχε κατ’ οίκον δασκάλους τρεις κληρικούς), ωστόσο η ίδια με προσωπική μελέτη απέκτησε γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Αρνήθηκε να παντρευτεί τον άντρα που της προξένευαν οι δικοί της και αντιπρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να αποσυρθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο. Ωστόσο ούτε αυτές οι επιθυμίες της έγιναν δεκτές από τους δικούς της. Η Ελισάβετ έκανε μια απόπειρα να φύγει κρυφά από το νησί αλλά απέτυχε, έτσι γύρισε πίσω χωρίς να την αντιληφθεί κανένα μέλος της οικογένειάς της. Τελικά, μετά από επίμονες πιέσεις των δικών της δέχτηκε να παντρευτεί. Ο υποψήφιος σύζυγος, ο Νικόλαος Μαρτινέγκος, καθυστερούσε την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της προίκας, αλλά τελικά ο γάμος τελέστηκε μετά από 16 μήνες, το καλοκαίρι του 1831. Πέθανε δύο εβδομάδες μετά τη γέννηση του γιου της λόγω επιπλοκών στον τοκετό. Εκτός από την αυτοβιογραφία, που είναι το πιο γνωστό και αξιόλογο κείμενό της, έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. Γιατί ήταν ηρωίδα;
Επειδή, παρά την αποθάρρυνση, την αποτροπή, ακόμη και την απαγόρευση των δικών της, η Ελισάβετ διεκδίκησε το δικαίωμα των γυναικών της αστικής τάξης να εκφράζονται δημιουργικά και καλλιτεχνικά.
Επειδή, παρά τις τόσες αντικειμενικές δυσκολίες, κατάφερε να αποκτήσει τόσο μεγάλη παιδεία και να γράψει τόσα βιβλία. Λίγα ακόμα
Η Αυτοβιογραφία της λογοκρίθηκε και εκδόθηκε με περικοπές από τον γιο της Ελισαβέτιο, σε έναν τόμο με δικά του ποιήματα.
Ο τόμος εκδόθηκε το 1881, μισόν αιώνα περίπου μετά τον θάνατό της. Πηγές
Βικιπαίδεια
|
ΤΟΠΟΣ - ΧΡΟΝΟΣ
Γέννηση: 1801, Ζάκυνθος Θάνατος: 1832, Ζάκυνθος ΕΚΑΝΕ
ΕΙΠΕ
Μέρα και νύκτα κλεισμένη, χωρίς να δύναμαι να πηγαίνω μήτε εις εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν, χωρίς να έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον ελπίδα διά να αλλάξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον ή τίποτε συνομιλούσαν μαζί με εμάς τες γυναίκες), ο οποίος άλλο δεν έκανε, παρά να λέγει τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά λόγια, ήσαν όλα πράγματα, οπού μου έδιναν μίαν μεγαλοτάτην θλίψιν και στενοχωρίαν [...] |